- κυρκανᾶται
- κυρκανάωmixpres subj mp 3rd sgκυρκανάωmixpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυρκανώ — κυρκανῶ, άω (Α) 1. ανακινώ, ταράζω, ανακατεύω («καὶ ἔστιν ᾗσι [τὸ αἷμα] κυρκανᾱται», Ιπποκρ.) 2. μτφ. ραδιουργώ, υποκινώ (ὄλεθρόν τιν ἡμᾱς κυρκανᾱν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κυκῶ, παρεκτεταμένος με επίθημα ανῶ. Το ρ οφείλεται σε… … Dictionary of Greek